- λαχνόγυιος
- λαχνό-γυιος, ον,A with shaggy limbs,
θῆρες E.Hel.378
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θῆρες E.Hel.378
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
λαχνογυίων — λαχνόγυιος with shaggy limbs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek